- διακεχρημένον
- διά-χράω 2proclaimperf part mp masc acc sgδιά-χράω 2proclaimperf part mp neut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διακίχρημι — (Α) [κίχρημι] φρ. «διακεχρημένον τάλαντον» χρηματικό ποσό δανεισμένο σε πολλούς … Dictionary of Greek